χαρτοπαίκτρια

χαρτοπαίκτρια
και χαρτοπαίχτρια και χαρτοπαίχτρα, η, Ν
βλ. χαρτοπαίκτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαρτοπαίκτης — και χαρτοπαίχτης, ο, θηλ. χαρτοπαίκτρια και χαρτοπαίχτρια και χαρτοπαίχτρα, Ν αυτός που παίζει, συστηματικά, τυχερά παιχνίδια με τραπουλόχαρτα, που κατέχεται από το πάθος τής χαρτοπαιξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + παίκτης / παίκτρια. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”